- αἱμηπότης
- αἱμηπότης, ὁ, [dialect] Ion. for αἱμοπότης, A.D.Adv.189.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμηπότης — αἱμηπότης, ο (Α) ιωνικός τύπος τού αιμοπότης* … Dictionary of Greek
αἱμηπότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμηπόται — αἱμηπότης masc nom/voc pl αἱμηπότᾱͅ , αἱμηπότης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμηπότας — αἱμηπότᾱς , αἱμηπότης masc acc pl αἱμηπότᾱς , αἱμηπότης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)